αμαλγαμωτικός

αμαλγαμωτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην αμαλγάμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμαλγαμ(άτ)ωση, πρβλ. αγγλ. amalgamative].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”